Ἀγαμηδίδα

Ἀγαμηδίδα
Ἀγαμηδίδᾱ , Ἀγαμηδίδης
masc nom/voc/acc dual (doric)
Ἀγαμηδίδᾱ , Ἀγαμηδίδης
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Θέρσανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους Επιγόνους. Με αυτό το όνομα είναι γνωστοί οι γιοι των Επτά επί Θήβαις, οι οποίοι, δέκα χρόνια μετά την αποτυχία των πατέρων τους, εκστράτευσαν στη Θήβα για να εκδικηθούν τον θάνατό τους. O Θ. ήταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”